- κάνω
- κάνω και κάμνω έκανα και έκαμα, καμώθηκα, καμωμένος και κανωμένος, -η, -ο,1. εκτελώ, φτιάνω, κατασκευάζω: Έκανε καλό σπίτι.2. προβαίνω σε κάτι, διαπράττω: Να κάνεις το καθήκον σου.3. προσποιούμαι: Μη μας κάνεις τον ανήξερο.4. αξίζω, κοστίζω: Πόσο κάνει το παλτό σου;5. εκλέγω, διορίζω: Τον έκαμαν δήμαρχο.6. συμπεριφέρομαι: Κάνει σαν τρελός.7. προσαρμόζομαι, ταιριάζω: Η ελιά δεν κάνει σε πολύ ορεινά μέρη.8. συγυρίζω, τακτοποιώ: Ακόμη δεν τα έκαμε τα κρεβάτια.9. αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι: Τον έκαμα να θυμώσει.10. ως απρόσ., επιτρέπεται: Δεν κάνει να μιλάς έτσι στον καθηγητή σου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.